- γνάθῳ
- γνάθοςjawfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γνάθω — γνάθος jaw fem nom/voc/acc dual γνάθος jaw fem gen sg (doric aeolic) γναθόω hit on the cheek pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) γναθόω hit on the cheek imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνάθωι — γνάθῳ , γνάθος jaw fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψίω — και ψίζω ΜΑ τρέφω, ταΐζω («ψίσαι ψωμίσαι», Φώτ.) αρχ. 1. μασώ («οὐ γὰρ τις αὐτῶν ψίσεται πύρνον γνάθῳ», Λυκόφρ.) 2. λεπτύνω 3. (κατά τον Ωρίωνα) «ψίω ποτίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για εκφραστικό τ., με φωνηεντισμό ῑ … Dictionary of Greek